θρόμβος

θρόμβος
θρόμβος, ου, ὁ (Trag., Hdt. et al.) drop θ. αἵματος (Aeschyl., Choëph. 533; 546; Pla., Critias p. 120a; also medical wr. [Hobart 82f]) small amount of (flowing) blood, clot of blood Lk 22:44 (Just., D. 103, 8).—WSurbled-Sleumer, D. Moral in ihren Beziehungen z. Medizin u. Hygiene II2 1919, 183ff.—DELG. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θρόμβος — lump masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόμβος — ο (ΑΜ θρόμβος) 1. πήγμα αίματος που σχηματίζεται εν ζωή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μέσα σε ένα αιμοφόρο αγγείο ή στο εσωτερικό τής καρδιάς 2. σταγόνα, στάλα αρχ. 1. (για στερεά που αποτελούνται από πολλά μόρια σε βώλους, όπως είναι η άσφαλτος ή …   Dictionary of Greek

  • θρόμβος — ο 1. πήγμα αίματος: Όταν ένας θρόμβος αποφράξει ένα αγγείο, τότε προκαλείται γάγγραινα. 2. μεγάλη σταγόνα: Θρόμβος ιδρώτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θρόμβοι — θρόμβος lump masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόμβοις — θρόμβος lump masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόμβοισι — θρόμβος lump masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόμβοισιν — θρόμβος lump masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόμβον — θρόμβος lump masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόμβου — θρόμβος lump masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόμβους — θρόμβος lump masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόμβων — θρόμβος lump masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”